μετασκευάζομαι

μετασκευάζομαι
μετασκευάζω
put into another dress
pres ind mp 1st sg
μετασκευάζω
put into another dress
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μετασκευάζω — (Α μετασκευάζω) μεταβάλλω την κατασκευή ή τη μορφή, μετασχηματίζω, μεταμορφώνω, μεταποιώ αρχ. 1. μεταβαίνω, πηγαίνω κάπου, μετατοπίζομαι 2. (το μέσ.) μετασκευάζομαι i) ανταλλάσσω τη στολή ή τον οπλισμό μου με τη στολή ή τον οπλισμό κάποιου άλλου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”